μπαγιονέτα

μπαγιονέτα
baïonnette

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μπαγιονέτα — η ξιφολόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bajonetta < γαλλ. bayon ette από την πόλη Bayonne τής ΝΔ. Γαλλίας] …   Dictionary of Greek

  • μπαγιονέτα — η (λ. ιταλ.), η ξιφολόγχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξιφολόγχη — η φορητό όπλο που μοιάζει με το ξίφος και με τη λόγχη και προσαρμόζεται στο άκρο τής κάννης τού τουφεκιού, αλλ. μπαγιονέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + λόγχη. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. bayonette tranchante και μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ …   Dictionary of Greek

  • ξιφολόγχη — η είδος λόγχης που προσαρμόζεται στην κάννη του όπλου, αλλ. μπαγιονέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”